- πετροδολάριο
- το, Νσυν. στον πληθ. τα πετροδολάριατα ποσά τών δολαρίων που προέρχονται από την πώληση τού πετρελαίου και που χρησιμοποιούνται από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, ιδίως τής Μέσης Ανατολής, για καταθέσεις και επενδύσεις στις δυτικές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. petrodollar < petroleum (< πετρέλαιο) + dollar].
Dictionary of Greek. 2013.